- στολίδες
- στολίςgarmentfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στολίς — ίδος, ἡ, Α 1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.) 2. ιστίο, πανί («νηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.) 3. ρυτίδα, ζαρωματιά τού δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.) 4. πτυχή διαφόρων οργάνων τού σώματος («ή μήτρα κατά… … Dictionary of Greek
STOLA — tunica fuit muliebris. Cum enim Toga antiquissimis temporibus commune Virorum et Feminarum Romae gestamen fuisset, postea, Togâ penes viros remanente, solasque feminas, quae se viris vulgarent; matronis feminisque honestis, atque ingenuis Tunica … Hofmann J. Lexicon universale
παμποίκιλος — παμποίκιλος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει κατασκευαστεί με πλούσια και ποικίλη εργασία, πολυποίκιλος («νεβρών παμποίκιλοι στολίδες», Ευρ.) μσν. ο κάθε λογής αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, πολλαπλός, πολυειδής 2. (για πρόσ.) πολυμήχανος,… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek